-
1 телефонный
телефонный τηλεφωνικός; \телефонныйая станция о τηλεφωνικός σταθμός; \телефонныйая книга о τηλεφωνικός κατάλογος; \телефонный разговор η τηλεφωνική συνδιάλεξη* * *телефо́нная ста́нция — ο τηλεφωνικός σταθμός
телефо́нная кни́га — ο τηλεφωνικός κατάλογος
телефо́нный разгово́р — η τηλεφωνική συνδιάλεξη
-
2 телефонный
τηλεφωνικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телефонный
-
3 телефонный
телефонн||ыйприл τοῦ τηλεφώνου, τηλεφωνικός:\телефонныйая станция ὁ τηλεφωνικός σταθμός· \телефонныйая тру́бка τό ἀκουστικό τηλεφώνου· \телефонныйая бу́дка ἡ καμπίνα той τηλεφώνου, ὁ τηλεφωνικός θάλαμος· \телефонныйая книга ὁ τηλεφωνικός κατάλογος. -
4 телефонный
επ.τηλεφωνικός•телефонный аппарат το τηλέφωνο•
-ая трубка το ακουστικό τηλεφώνου•
-ые провода τηλεφωνικά καλώδια•
телефонный звонок το κουδούνι του τηλεφώνου.
εκφρ.- ая книга (книжка) – τηλεφωνικός κατάλογος. -
5 τηλεφωνικός
[тилэфоникос] εκ. телефонный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τηλεφωνικός
-
6 телефонный
[τιλιφόννυΤ] επ. τηλεφωνικός -
7 телефонный
[τιλιφόννυΤ] επ τηλεφωνικός -
8 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
9 конденсатор
(хим., эл.) о συμπυκνωτ/ής(тепл.) о συμπυκνωτής, το ψυγείο της ατμομηχανής- служит для накопления электрической энергии - χρησιμοποιείται για συσσώρευση της ηλεκτρικής ενέργειαςмасляный - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конденсатор
-
10 усилитель
ο ενισχυτ/ήςο πολλαπλασιαστήςапериодический - μη περιοδικός -, μη-επιλεκτικός -йодистый полигр. - ιωδιούχος -масштабный вчт. - της κλίμακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усилитель
-
11 справочник
справочник м о οδηγός· το εγχειρίδιο (руководство)' телефонный \справочник о τηλεφωνικός κατάλογος* * *мο οδηγός; το εγχειρίδιο ( руководство)телефо́нный спра́вочник — ο τηλεφωνικός κατάλογος
-
12 коммутатор
ο συλλέκτης (της ηλεκτρικής μηχανής)ο μεταγωγέας, ο αναστροφέας, ο διακόπτης της αναστροφής, антенный - της κεραίαςтелефонный - ο τηλεφωνικός μεταλλάκτης, το τηλεφωνικό κέντροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коммутатор
-
13 справочник
ο κατάλογος, ο οδηγός, το ευρετήριο, το μνημόνιοтелефонный - ο τηλεφωνικός κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > справочник
-
14 справочник
справочн||икм ὁ ὁδηγός:карманный \справочник ὀδηγός τής τσέπης· железнодорожный \справочник τό σιδηροδρομικά δρομολόγιο· телефонный \справочник ὁ τηλεφωνικός κατάλογος. -
15 справочник
-а α.οδηγός (βιβλίο)• κατάλογος• βοήθημα•карманный справочник οδηγός της τσέπης•
телефонный справочник τηλεφωνικός κατάλογος•
по математике βοήθημα για τα μαθηματικά•
кулинарии οδηγάς μαγειρικής•
технический-τεχνικός οδηγός.